Ο ΘΗΣΕΑΣ ΜΑΘΑΙΝΕΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ…

Η Αίθρα μόλις είχε ντυθεί και η υπηρέτριά της τής έφτιαχνε τα μαλλιά. Κοίταξε πρώτα το πρόσωπό μου και μετά την ζώνη που είχα ήδη περάσει το σπαθί και έδιωξε την υπηρέτρια…

“Λοιπόν,Θησέα ,σου έστειλε όνειρο ο θεός;” …

Την κοίταξα ξαφνιασμένος. Όμως δεν ρωτάς μια ιέρεια πως ξέρει τέτοια πράγματα.

“Ναι, μητέρα, αποκρίθηκα.” Έχω και τα σανδάλια”.

Μετά από μία μικρή παύση την ρώτησα :

“Ποιός ήταν;”…

Σήκωσε τα λεπτά της φρύδια:

“Ήταν; Τι σε κάνει να νομίζεις πως είναι νεκρός;”…..

Έμεινα βουβός…Περισσότερο το ήλπιζα παρά το πίστευα. Ο Θυμός μου στριφογύριζε σαν λιοντάρι φυλακισμένο σε κλουβί.

“Ωραία λοιπόν”, είπα, “πήρα το δώρο του. Το πρώτο μέσα σε δεκαεφτά χρόνια. Όμως μ’έκανε να μοχθήσω σκληρά για να το πάρω”…

“Υπήρχε λόγος”, είπε.

Σήκωσε την χτένα της και έριξε τα μαλλιά της μπροστά.

“Μού είπε: αν δεν έχει μούσκουλα, θα χρειαστεί εξυπνάδα. Αν δεν έχει ούτε το ένα μα ούτε το άλλο, μπορεί και πάλι να είναι καλός γιος για σένα στην Τροιζήνα. Κράτα τον λοιπόν εκεί. Γιατί να τον στείλεις να πεθάνει στην Αθήνα;”…

“Στην Αθήνα;” είπα και την κοίταξα σαν χαζός.

Για μένα ήταν μόνο ένα όνομα. Μια πόλη…τίποτε άλλο.

“Ποιο είναι το όνομά του” ρώτησα.

“Αιγέας” είπε. “Γιος του Πανδίωνα, γιου του Κέκροπα. Κρατάνε απ΄το σπόρο του Ήφαιστου”.

“Και από πότε είναι καλύτερος ο σπόρος του Ήφαιστου από το σπόρο του Δία;”, είπα. “Το γεγονός πως ήμουν γιος σου θα΄πρεπε να του φτάνει και να του περισσεύει. Γιατί σε άφησε εδώ;”…

“Υπήρχε λόγος”, είπε ξανά. “Πρέπει να βρούμε πλοίο να σε στείλουμε στην Αθήνα”…

“Στην Αθήνα;” φώναξα.”Α, όχι μητέρα, πάει πολύ. Δεκαοχτώ χρόνια από την νύχτα εκείνη που πέρασε την ώρα του και ποτέ δεν κοίταξε πίσω του να δει τι απόγινε.”…

“Αρκετά”, φώναξε με όλη την μεγαλοπρέπεια και την αυστηρότητα της πριγκίπισσας και της ιέρειας μαζι !

Πήρε μια βαθιά ανάσα και την άφησε να βγεί με κάτι που έμοιαζε με γέλιο.

“Καϊμένο μου παιδί, δεν φταις εσύ που έχεις τόση άγνοια. Πήγαινε να μιλήσεις στον παππού σου. Καλύτερα να τα ακούσεις όλα από’κεινον”……………………………

Τα γερασμένα πια μάτια του Πιτθέα με κοίταζαν εξεταστικά.

“Λοιπόν, Θησέα, σου είπε η μητέρα σου ποιος είσαι;

“Καμπουριασμένος στα πόδια του σαν αλυσοδεμένος σκλάβος και την καρδιά μου, γεμάτη φαρμάκι, απάντησα:”Ναι”.

“Και έχεις τίποτα να με ρωτήσεις;”…

Έμενα βουβός.

“Ή να ρωτήσεις τον πατέρα σου, αν προτιμάς”.

Δεν εμπιστευόμουν τον εαυτό μου να μιλήσω: ήταν ο βασιλιάς!

“Θα σε αναγνωρίσει σαν νόμιμο διάδοχό του τώρα”, συνέχισε,” όταν του δείξεις το σπαθί”….

Μίλησα, χωρίς να κρύψω την δυσαρέσκειά μου:

“Και γιατί να το κάνει, κύριε; Θα έχει γιους από το δικό του Οίκο, φαντάζομαι”….

“Κανένα από το γάμο. Όσο για τους υπόλοιπους να θυμάσαι ότι αν και είναι Ερεχθείδης, Οίκος αρκετά τιμημένος, εμείς ανήκουμε στον Οίκο του Πέλοπα και μας γέννησε ο Ολύμπιος Δίας”….

Έφτασε στην άκρη της γλώσσας μου να του πω : “Όπως γέννησε και εμένα ο Ποσσειδώνας…”, αλλά δεν το είπα. Αν θέλετε όχι επειδή ήταν παππούς μου αλλά επειδή δεν τόλμησα……

Κοίταξε το πρόσωπό μου και είπε: “Πριν αρχίσεις να μιλάς με ασέβεια για τον πατέρα σου, θα σου πω ότι αν δεν ήταν εκείνος, θα μπορούσες να είσαι γιος ενός ψαρά, ή ενός χωριάτη, ή ακόμα χειρότερα, γιος ενός δούλου”….

Τα αίμα ανέβηκε στο κεφάλι μου και πετάχτηκα όρθιος:

“Μόνο ο πατέρας της μάνας μου θα μπορούσε να μου πει κάτι τέτοιο και να μην το πληρώσει”….

“Έχεις πολύ μεγάλο στόμα και δεν ακούς αυτά που σου λένε”, είπε. “Ηρέμησε, μικρέ, και πρόσεξε καλά αυτά που θα σου πω”.

Με κοίταζε και περίμενε. Έμεινα για λίγο ακόμα όρθιος και μετά ξαναγύρισα κοντά του και κάθισα στα πόδια του….

“Την χρονιά πριν γεννηθείς, Θησέα, όταν η μητέρα σου ήταν δεκαπέντε χρονών, είχαμε ένα καλοκαίρι χωρίς βροχή. Τα στάχυα ήταν χαμηλά και τα σταφύλια μικρά σαν βατόμουρα. Η σκόνη ήταν παχιά και τα πόδια βούλιαζαν μέσα της. Τίποτα δεν ευδοκιμούσε. Και μαζί με την ξηρασία έπεσε και η αρρώστια που δεν πείραζε τους γέρους αλλά θέριζε τα μικρά παιδιά και νέους…

Έψαξα να δω ποια θεότητα είχαμε προσβάλλει και πρώτα πήγα στον Απόλλωνα Εκατηβόλο. Οι ιερείς του μου είπαν πως δεν μας είχε ρίξει εκείνος τα βέλη του. Ο Δίας έμενε βουβός και ο Ποσειδώνας δεν έστελνε οιωνούς….Έχασα τρείς γιους μέσα στο ανάκτορο…………

Εκείνο τον καιρό έφτασε ο πατέρας σου στην Τροιζήνα, από τους Δελφούς για να πάρει το πλοίο για την Αθήνα. Εγώ δεν είχα διάθεση για συντροφιά, όμως ο φιλοξενούμενος είναι ιερός κι έτσι έκανα τον καλό οικοδεσπότη όσο πιο καλά μπορούσα. Πολύ σύντομα χάρηκα που το έκανα. Ήταν πολύ πιο νέος από μένα αλλά οι δυσκολίες της ζωής τον είχαν ωριμάσει. Η πρώτη του γυναίκα ήταν στείρα και η δεύτερη είχε γεννήσει ένα νεκρό κοριτσάκι. Είχε πάει στο μαντείο αλλά η απάντηση ήταν σκοτεινή και αινιγματική κι ακόμα και η ιέρεια δεν είχε καταφέρει να την ξεδιαλύνει. Επέστρεφε σε ένα ταλαιπωρημένο βασίλειο δίχως διάδοχο να σταθεί στο πλάι του.

Τ’αδέρφια του μέσα στην απληστία τους για το βασίλειο είχαν βυθίσει σε σκάνδαλο ακόμα και την ίδια τους την μητέρα, διακηρύσσοντας πως ήταν νόθος….

Εκεί που μιλούσαμε, ακούσαμε ξαφνικά μεγάλη φασαρία, θρήνους και οδυρμούς. Πήγα να δω τι συμβαίνει….

Ήταν η ιέρεια της Θεάς.”…’Έχεις σωριάσει την μία συμφορά πάνω στην άλλη πάνω στον λαό, βασιλιά Πιτθέα. Έφερα χρησμό που θέλω να τον ακούσεις. Πάνε είκοσι χρόνια που κάποιο κορίτσι του οίκου της Μεγάλης Μητέρας είχε να αφήσει την ζώνη του για την θεά. Θα στείλεις την κόρη σου την Αίθρα στο Σπίτι της Μυρτιάς και πρόσταξέ την να μην αρνηθεί τον πρώτο άνδρα που θα εμφανιστεί στο κατώφλι του Σπιτιου.”…….

Ο παππούς μου γύρισε και με κοίταξε:

“Λοιπόν, χοντροκέφαλε, μήπως αρχίζεις να καταλαβαίνεις;”

Κούνησα το κεφάλι μου, πνιγμένος στα συναισθήματα….

“Έφυγα, νιώθοντας μεγάλη λύπη για το παιδί μου….Την αναζήτησα στο δωμάτιό της. Με άκουσε βουβή και δεν παραπονέθηκε. Ήταν ασήμαντο αυτό που έπρεπε να κάνει προκειμένου να ζήσουν τα παιδιά, είπε.

Όμως όταν πήρα τα χέρια της στα δικά μου ήταν παγωμένα….

Ξαναγύρισα στον φιλοξενούμενό μου….Την είδα την κόρη σου, είπε. Είναι προορισμένη να γεννήσει βασιλιάδες. Και είναι πολύ σεμνή….

Ξαφνικά, χτύπησε το τραπέζι με την γροθιά του. Σίγουρα κάποιος θεός ήθελε το καλό μου όταν οδήγησε τα βήματά μου εδώ, Πιτθέα.

Στείλε την κόρη σου χωρίς να φοβάσαι για την ζωή της. Οι ουράνιοι θέλησαν να μου χαρίσουν διάδοχο και εσένα εγγονό μ’ευγενικό αίμα και απ’τις δύο πλευρές…

Και στην κόρη σου ….,ε ,δύο σύζυγοι ήρθαν σε μένα παρθένες και κάτι ξέρω από γυναίκες. Λοιπόν, φίλε, τι λες;…

“Ας, είναι ευλογημένοι οι θεοί” , απάντησα.

“Τότε, λοιπόν, είπε πήγαινε και πες την κόρη σου να μην φοβάται και πως δεν πρόκειται να της κάνω κακό”.

“Όχι, είπα. Είναι βασιλοπούλα. Πρέπει να πάει με την θέλησή της. Αλλιώς δεν θα έχει αξία η θυσία. Ας μείνει μεταξύ μας”……..

Μόλις νύχτωσε για τα καλά, πήγα να ξυπνήσω την μητέρα σου. Όμως ξαγρυπνούσε στο κρεβάτι. Η καρδιά μου ράγιζε βλέποντάς την.

“Έχει σκοτάδι, μου είπε, να πάρω το λυχνάρι και προσάναμμα”;

“Δεν πρέπει” , της είπα, καθώς σκέφτηκα μήπως δει το φως κανένας ληστής που τριγυρνούσε στα σκοτάδια.

“Οι θεοί μαζί σου” ,την είπα και την άφησα να πάρει τον δρόμο της για το σκοτεινό σπιτάκι, μπαίνοντας στη βάρκα.

Αμέσως ο Δίας μπουμπούνισε στον ουρανό και οι πρώτες στάλες της βροχής άρχισαν να πέφτουν….

Όταν επέστρεψα αναζήτησα τον πατέρα σου, φοβούμενος μην καθυστερήσει.

Ένα κακαριστό γέλιο ακούστηκε και είδα μια γριά παραμάνα να βγαίνει από το υπόστεγο.

“Μην ψάχνεις για τον γαμπρό σου, βασιλιά Πιτθέα. Ήταν ανυπόμονος… Αχ, αυτοί οι νέοι! Θα κοντοζυγώνει κιόλας, τώρα που μιλάμε. Πήγε κολυμπώντας και μου άφησε τα ρούχα του. Και τι όμορφος που είναι! Γυμνός είναι σαν θεός “……..

Έτσι, λοιπόν Θησέα, πήγε ο πατέρας σου στην μάνα σου. Όπως είπε αργότερα η ίδια, έτσι πως τον είδε τον Αιγέα μέσα από γαλάζιο φως της αστραπής, νόμιζε πως ήταν ο ίδιος ο Ποσειδώνας που είχε έρθει για να την κάνει δική του.

Και τότε, αγόρι μου, άρχισε η ζωή σου“……..

“Γιατί μου τα κρύψατε όλα αυτά;”…’

Έδεσα την παραμάνα μένα όρκο, που την τρόμαξε τόσο ώστε να σωπάσει. Μετά την καταιγίδα, ο πατέρας σου επέστρεψε κι εγώ πήγα την ιέρεια να δεί με τα μάτια της τις αποδείξεις αυτού που είχε γίνει.

Κανένας όμως δεν έμαθε ποιος ήταν ο άνδρας. Το ζήτησε ο ίδιος, λέγοντας πως η ζωή σου θα βρισκόταν σε κίνδυνο αν οι διεκδικητές του θρόνου του, στην Αττική, μάθαιναν για σένα.

Η φαντασίωση της μητέρας σου μου έδωσε την ιδέα, που την παρουσίασα στον κόσμο σαν αληθινή”….

Έκανε μία παύση….και μετά μίλησε ξανά.

“Όμως, από τότε το συλλογίζομαι: τι τον έπιασε τον πατέρα σου, άνδρα λογικό, με περασμένα τα τριάντα, να περάσει τα στενά για το σπιτάκι κολυμπώντας;

Πως ήταν τόσο σίγουρος πως είχε κάνει γιο, αφού είχε παντρευτεί δύο φορές και δεν είχε κάνει κανένα;

Ποιος μπορεί να παρακολουθήσει την σκέψη των Αθανάτων όταν τα πόδια τους περπατούν στην Γη; Και πολλές φορές αναρωτήθηκα αν της μητέρας σου τα μάτια ή τα δικά μου είχαν δει πιο καθαρά; Μόνον όταν απλώνουμε τα χέρια μας στην Μοίρα μας, δεχόμαστε το μήνυμα των Θεών!!!!”…….

(Απόσπασμα από το βιβλίο της Μαίρη Ρενώ, “Ο ταύρος βγήκε από την θάλασσα” ).

ΜΑΙΑ ΤΣΕΠΟΥΛΙΔΟΥ