Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ ΛΙΒΑΝΙΟΥ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΜΙΣΑΛΛΟΔΟΞΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ …

<<…Κι ακόμα, η λαμπρή νίκη του Μαραθώνα δεν οφείλεται τόσο στους δέκα χιλιάδες Αθηναίους, όσο στον Ηρακλή και στον Πάνα. Και η θεϊκή Σαλαμίνα, όχι τόσο στα τριακόσια καράβια των Ελλήνων όσο στους Ελευσίνιους συμμάχους που έσπευσαν στη ναυμαχία υπό τους ήχους των ιερών τους ύμνων. Θα μπορούσε κανείς ν’ αναφέρει αμέτρητους πολέμους που η έκβασή τους κρίθηκε από τους θεούς και, μα τον Δία, και εποχές ειρήνης και ησυχίας.>>.….
ΛΙΒΑΝΙΟΣ <<ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΘΕΟΔΟΣΙΟ : ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΝΑΩΝ.>>

Ο φιλόσοφος από την Αντιόχεια , ένθερμος οπαδός της αρχαίας εθνικής θρησκείας των Ελλήνων ,ένας διανοούμενος , που θεωρούσε αυτονόητη την ανωτερότητα της ελληνικής παιδείας και υποτιμούσε οτιδήποτε ιουδαιοχριστιανικό ή λατινικό απευθύνει τον λόγο του στον αιμοσταγή βάρβαρο αυτοκράτορα Θεοδόσιο στην προσπάθειά του να σταματήσει τον όλεθρο και την καταστροφή της αρχαίας Ελληνικής παράδοσης. Γόνος μιας ευκατάστατης οικογένειας, με τον προπάππου του να κατείχε την μαντική τέχνη στην πόλη της Αντιόχειας, όπου υπήρχαν αγάλματα των συγγενών του , είχε αποκτήσει αμιγώς ελληνική παιδεία. Υπήρξε φημισμένος δάσκαλος ρητορικής και σοφιστής. Το τεράστιο σε όγκο έργο του αποτελεί μία από τις σημαντικότερες ιστορικές πηγές της ύστερης αρχαιότητας. Σε μια εποχή που η ανθρωπότητα διάβαινε το κατώφλι του Μεσαίωνα, ο Λιβάνιος υπερασπίστηκε τον ελληνικό πολιτισμό και, παραμένοντας πεισματικά εθνικός, επέλεξε την οδό της αντιπαράθεσης με τον μισαλλόδοξο σκοταδισμό των πιστών του χριστιανικού δόγματος. 

“Πολυγραφότατος “, όπως συνηθίζουν να τον αποκαλούν και ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του νεοπλατωνισμού, υπήρξε δάσκαλος του Ιουλιανού και του Αμμιανού Μαρκελίνου στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα στην Νικομήδεια , όπου δίδασκε ρητορική τέχνη. Το 354 επέστρεψε στην Αντιόχεια και ίδρυσε σχολή , που επί σαράντα χρόνια είχε τους περισσότερους σπουδαστές και τη μεγαλύτερη φήμη σ’ ολόκληρη την αυτοκρατορία. Η γνώσεις της αρχαίας γραμματείας και η ικανότητά του ως ρήτορας να τις μεταδίδει στους μαθητευόμενούς του ήταν τόσο εξαιρετικές, που ακόμα και χριστιανοπατέρες , που υπήρξαν άνθρωποι πολύ κατώτερης μόρφωσης και χαμηλότερου επιπέδου επιθυμούσαν να λάβουν από τον “ειδωλολάτρη” Λιβάνιο γραμματικά εφόδια ώστε να αντιμετωπίσουν την πνευματική ανωτερότητα των εθνικών…Κάτι το οποίο δεν κατάφεραν ποτέ τους! Η μισαλλοδοξία και γεμάτη μιζέρια και αθλιότητα ψυχή τους είχε μοναδικό σκοπό την καταστροφή της πατρώας ελληνικής παράδοσης , την απαξίωση της φιλοσοφίας , τον διασυρμό της αρχαίας θρησκείας και τον αφανισμό του ελληνικού πνεύματος….Το θαυμαστά αυτά επιτεύγματα , που κοσμούσαν για χιλιετίες τις ζωές των Ελλήνων.

Έτσι, παραμερίζοντας την σκέψη , πως δεν αρμόζει σε έναν θεοφοβούμενο χριστιανό να δέχεται μαθήματα ανωτερότητας από έναν θεοσεβούμενο εθνικό , ο πρώτος ζήτησε να διδαχθεί τις πολύτιμες γνώσεις του δεύτερου.  Αυτοί που υποστήριζαν εμπράκτως το “Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι” και “Δυστυχείς οι πλούσιοι τω πνεύματι” αισθάνονταν την ανάγκη να μορφωθούν, γιατί είχαν ανακαλύψει ξαφνικά την …Πειθώ . Εκείνη τη μεγάλη και πολύπλευρη δύναμη του ανθρώπινου λόγου , που κατείχαν στην εντέλεια οι Έλληνες λόγιοι! Ανάμεσα στους πρώτους υπήρξε ο μέγας Βασίλειος αλλά και ένας από τους πιο θανάσιμους εχθρούς του Ελληνισμού , ο Ιωάννης …χμμμ ο Χρυσόστομος. Αυτό , βέβαια, δεν τον απέτρεψε στην συνέχεια να βρίσει αισχρά τον Λιβάνιο , που θρήνησε για τον εμπρησμό του ναού του Απόλλωνα στη Δάφνη από τους χριστιανούς.

«Ω μιαρέ… Ω ληρόσοφε… Άθλιε και ταλαίπωρε»...είναι τα λόγια του , ξεχύθηκαν από το «χρυσό στόμα» του πτωχού τω πνεύματι μισέλληνα . Ο βρομόστομος Ιωάννης οργίζεται με τον Λιβάνιο, που τόλμησε να πει ότι την φωτιά στον ναό την έβαλε ανθρώπινο χέρι, και όχι ο ίδιος ο θεός των χριστιανών, όπως υποστηρίζει ο Ιωάννης.

Αντιθέτως, με τον Μέγα Βασίλειο ο Λιβάνιος διατηρούσε ειλικρινή φιλία… Ύστερα από μια περίοδο διακοπής της αλληλογραφίας που διατηρούσαν, ο Βασίλειος γράφει: «Αν σκεφτώ ότι παρ’ όλο που ζεις μες στα γράμματα παραλείπεις να μου γράψεις, δεν έχω παρά να το πάρω απόφαση ότι με έχεις ξεχάσει. Αν σωπαίνεις εσύ που τό ‘χεις τόσο εύκολο να μιλάς και να γράφεις, είναι φανερό ότι αυτό οφείλεται είτε στην υπεροψία είτε στη λήθη. Εγώ όμως σ’ αυτή σου τη σιωπή απαντώ με την προσαγόρευσή μου: Χαίρε, λοιπόν, αξιότιμε, κι αν θες γράψε μου κι αν δεν σ’ αρέσει μη μου γράφεις». Η αλληλογραφία, συνεχίστηκε, άγνωστο όμως μέχρι πότε.

Ο ναός της Αρτέμηδος στην Έφεσο , υπήρξε ένα από τα θαύματα του αρχαίου κόσμου και μεγαλύτερος ναός της κλασικής αρχαιότητας . Η μεγαλοπρέπεια και η σπουδαιότητά του δεν άφηναν σε ησυχία την αρρωστημένη χριστιανική φύση του Ιωάννη . Την καταστροφική μανία με την οποία οι οπαδοί του Ναζωραίοι ισοπέδωναν τους εθνικούς ναούς και γκρέμιζαν τους βωμούς και αγάλματα, έμελλε να γνωρίζει και αυτό το επιβλητικό οικοδόμημα. Ο βρομόστομος πατριάρχης ανακοίνωσε πως δεν θα ανεχόταν πλέον αυτό το σύμβολο των θεών των Ελλήνων. Συγκέντρωσε λοιπόν με έρανο από πλούσιες φανατικές χριστιανές χρήματα με τα οποία πλήρωσε εργάτες, και με την συμμετοχή ροπαλοφόρων μοναχών και όχλο φανατισμένων χριστιανών διέταξε την πυρπόληση και την εκ θεμελίων καταστροφή του ναού. Τα έργα τέχνης και τα μάρμαρα του ναού μεταφέρθηκαν στην Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη και έγιναν οικοδομικά υλικά σε διάφορα χριστιανικά μνημεία. « O Θεοδώρητος 393-457 μ.χάους αιώνα εκκλησιαστικός συγγραφέας και χριστιανός επίσκοπος αναφέρει: «ασκητάς πυρπολούμενους από ζήλον θεού συνέλεξε και κατά των ειδωλικών έπεμψε ιερών. (δηλ. μάζεψε βάρβαρους φανατισμένους και ευνουχισμένους χριστιανούς καλόγερους και κατάστρεψαν το θαυμάσιο έργο τέχνης.)

Βλέποντας τον κόσμο γύρω του να καταστρέφεται συθέμελα , ο Λιβάνιος κάνει μία απόπειρα να σταματήσει το κακό, γράφοντας μια επιστολή στον Θεοδόσιο, που τότε είχε αναλάβει την αυτοκρατορική εξουσία, στην προσπάθειά του να τον συγκινήσει με την ρητορική του δεινότητα και να τον συνετίσει. Προσπαθεί να επισημάνει στον θρησκόληπτο Θεοδόσιο ότι είναι προς το οικονομικό του συμφέρον να αφήσει απείραχτους τους ελληνικούς ναούς, ότι τα αγάλματα χάρη στην αισθητική τους αξία δεν θα ‘πρεπε να καταστραφούν, ότι ένας ναός μπορεί να στεγάσει μία δημόσια υπηρεσία, ότι οι εθνικοί είναι δουλευτάδες και παράγουν πλούτο, ενώ οι χριστιανοί είναι κηφήνες και κοινωνικά παράσιτα. Όμως «εις μάτην», όπως έγραψε ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος: «Εις μάτην ο περιώνυμος σοφιστής Λιβάνιος επ’ ελπίδι του να συγκινήση την ψυχήν του Θεοδοσίου, περιέγραψε τα παθήματα του αρχαίου θρησκεύματος… Η φωνή αύτου δεν εισηκούσθη και το έργον της καταστροφής εξηκολούθησε»Ο Θεοδόσιος αποδείχθηκε ένας από τους πιο φανατικούς διώκτες του Ελληνισμού.

<<Για να θεμελιωθεί η ορθοδοξία , έπρεπε να χτυπηθεί ο Εθνισμός, που καθώς είδαμε, είχε κι αυτός ακόμα ζωή και δόντια. >>…γράφει ο Έλληνας λογοτέχνης Αργύρης Εφταλιώτης ( 1849 – 1923), «Ιστορία της Ρωμιοσύνης»,1ος τόμος.  <<Ακολούθησε λοιπόν κ’ εδώ ο Θεοδόσιος το ίδιο το σύστημα (με τους προηγούμενους αυτοκράτορες). Του πέταγε του Εθνισμού νόμους και διατάγματα απάνω κάτω σαν ταρειανικά. Κατά τους νέους εκείνους νόμους δεν έπρεπε, μέρα ήτανε, νύχτα ήτανε, μήτε θυσίες να τελούνε, μήτε ιεροσκοπίες, μήτε καμιάν άλλη παλιά τελετή. Μα και προσταγή έδωσε ο Θεοδόσιος του Πραιτωριανού Έπαρχου της Ανατολής, του Κυνηγίου, να κλείση ναούς, να ξολοθρέψη είδωλα, να διώξη ιερείς, και τέλος να μοιράση τα ιερά τους χτήματα αναμεταξύ Αυτοκρατορικής Εκκλησίας και στρατού. >>

Από τον καιρό εκείνο , λοιπόν, η ορθόδοξη εκκλησία αρχίζει να συγκεντρώνει την αμύθητη περιουσία της. Με τις κατασχέσεις των Ελληνικών ναών και των περιουσιών των οπαδών της πατρώας θρησκείας.

<<Και τι κάμνει ο Κυνήγιος; Δυναμωμένος με φανατικούς, ίσως και πεινασμένους, Επισκόπους και καλόγερους, πέφτει σαν πληγή μέσα στη δύσμοιρη την Ανατολή. Και σα να μην έσωναν τόσες καταστροφές, έβαλαν και μια, δική τους, τη μεγαλύτερη και τη βαρβαρότερη. Όλους εκείνους τους πανώριους ναούς, τα θάματα εκείνα της τέχνης που Θεός το ξέρει αν θα δυνηθή πια να ξαναστήση παρόμοια στον κόσμο ανθρώπινο χέρι, αντίς να τους αφήσουνε κλειστούς, ή τουλάχιστο να φανούν ίσια με τους Τούρκους γνωστικοί και να τους κάμουνε δικές τους Εκκλησιές, βαλθήκανε να τους γκρεμίσουνε, μην τύχη, λέει, και ξαναφανή κανένας Ιουλιανός και τους ξανανοίξη! Πάει τότες ο περίφημος ο ναός της Απαμείας στη Συρία, και με τρόπο που να φρίττης. Επειδή μην μπορέσαντας ο Ηρόστρατος της χώρας εκείνης, κάποιος Μαρκέλλος, να γκρεμίση με τους συνηθισμένους τρόπους το θεόρατο αυτό μνημείο, χτισμένο καθώς ήτανε σ’ ύψωμα, με δεκαπέντε βαρείες κολώνες από την κάθε πλευρά, κ’ η καθεμιά κολώνα ως δεκάξη πόδια γύρο, προστάζει κι ανοίγουν τα θεμέλια, αποθέτουν αποκάτω χοντρόξυλα, ανάβουνε φωτιά, και κατρακυλάει και πέφτει το μεγαλόπρεπο χτίριο, που λες και πέφτανε τα ουράνια! Το καταχάρηκαν τούτο οι καλόγεροι, που θαρρούσανε, λέει, πως κάποιος δαίμονας ήταν και τους εμπόδιζε να γκρεμίσουν το ναό, ως που σοφίστηκε ο Μαρκέλλος τον τρόπο! Όρμησαν ύστερα και στους άλλους ναούς, και λίγοι έμειναν απάνω στα θεμέλια τους.>>

Αυτός ο Μάρκελλος σύμφωνα με ορθόδοξα συναξάρια : “…ήταν σωστός και δίκαιος. Ἀναδείχτηκε δέ θερμός ζηλωτής τῆς πίστεως, στόν Χριστιανισμό, ἀνεγείροντας πολλές ἐκκλησίες καί γκρεμίζοντας συγχρόνως πολλούς εἰδωλολατρικούς ναούς. Σ’ ἕνα μάλιστα ἀπό αὐτούς, ὁ ὁποῖος δέν γκρεμιζόταν μέ τίποτα, ἔριξε ἁγιασμένο νερό καί ἀμέσως ὁ ναός αὐτός, πού ἦταν ἀφιερωμένος στόν Δία, πῆρε φωτιά καί ἐξαφανίστηκε.
Μέ ἀφορμή τό γεγονός αὐτό τόν συνέλαβαν καί τόν ἔριξαν στήν κάμινο. Μ’ αὐτόν λοιπόν τόν τρόπο ὁ Ἅγιος Μάρκελλος παρέδωσε τό πνεῦμα του στόν Κύριο.”

Αυτά διαβάζουν οι πιστοί χριστιανοί στα θεολογικά τους κείμενα , παρ’όλα όμως δεν παραξενεύονται καθόλου. Τους φαίνονται , προφανώς, απολύτως φυσιολογικά…. Ο Μάρκελλος αυτός, εννοείται πως δεν είχε συλληφθεί και ούτε και “ρίχτηκε στην κάμινο”. Το ανδρείκελο αυτό για τον ζήλο και την βαρβαρότητά του ανταμείφθηκε με την θέση του επισκόπου της Απαμείας. Όπου συνέχιζε ανενόχλητος το καταστροφικό του έργο, ισοπεδώνοντας τους αρχαίους ναούς.

Επειδή δεν υπήρχαν στις αγροτικές περιο­χές συμπαγείς πληθυσμοί για να προβάλουν αντίσταση, οι χριστιανοί ιεραπόστολοι, με τις ένοπλες ακολουθίες τους, κατέστρεφαν κατά τις προσηλυτιστικές εκστρατείες όλα τα σύμβο­λα των αλλοθρήσκων. Κατακρήμνιζαν τα ιερά, εστίες λατρείας από γενιά σε γενιά, τρομοκρα­τούσαν τους γεωργούς, ερήμωναν την ύπαι­θρο, σκόρπιζαν την απόγνωση, προκαλούσαν κοινωνική αναστάτωση και οικονομική κρίση. Έπεφτε η παραγωγή, περιορίζονταν τα κρατικά έσοδα, στέρευε η κυριότερη πηγή φορολογίας.

Τις τραγικές συνέπειες των χριστιανικών επι­δρομών στις αγροτικές περιοχές καταγγέλλει ο Λιβάνιος στην περίφημη επιστολή του προς τον Θεοδόσιο Α. “Σαρώνουν τα πάντα σαν αφηνια­σμένοι χείμαρροι και ερημώνουν την ύπαιθρο. Οι ναοί, αυτοκράτορα μου, είναι κτίσματα των αγρών, η ψυχή τους. Αυτές οι αγριότητες αφανίζουν τους γεωργούς, τους εξαθλιώνουν καθώς χάνουν το θάρρος τους. Και το αποτέλε­σμα: ξεπέφτουν οι χωρικοί, χάνει το δημόσιο”.

Οι τοπικές εκκλησιαστικές Αρχές στρέφο­νταν εναντίον των ανυπεράσπιστων καλλιερ­γητών και χάλκευαν ψευδείς κατηγορίες για τη δήμευση των αγρών τους. Από τη μια μεριά οι εργατικές μέλισσες, γράφει ο Λιβάνιος, κι από την άλλη οι κηφήνες. Επιχειρούν τον βίαιο προσηλυτισμό, εισορμούν στα χωριά και με το πρόσχημα του «σωφρονισμού» επιδίδονται σε ληστείες.

Συχνά η πολιτική και εκκλησιαστική εξουσία εξαπέλυε άγριους διωγμούς κατά των πιστών της παλαιάς θρησκείας επιστρατεύοντας τη συκοφαντία. Επειδή απαγορεύονταν, με διά­ταγμα του Κωνσταντίνου, οι θυσίες στα ιερά με την απειλή δημεύσεως περιουσιών, πολλοί χρι­στιανοί, όπως γράφει ο Λιβάνιος, κατέφευγαν σε ψευδείς καταγγελίες για να ενοχοποιήσουν τους αγρότες. Μαζεύονταν οι γεωργοί για να διασκεδάσουν και έσφαζαν ένα αρνί ή ένα μοσχάρι. Αμέσως οι χριστιανοί τους κατηγο­ρούσαν ότι «έθυσαν», ότι έκαναν ειδωλολατρι­κή θυσία παραβιάζοντας τον αυτοκρατορικό νόμο. Αν μάλιστα τραγουδούσαν αντιμετώπιζαν τη βαριά κατηγορία ότι τραγουδούσαν ύμνους στους αρχαίους θεούς.

Ο Λιβάνιος, στην έκκληση του προς τον αυτο­κράτορα Θεοδόσιο για προστασία των αρχαίων μνημείων και έργων τέχνης από τις βαρβαρότη­τες των χριστιανών, υπενθυμίζει τους διωγμούς των αρχαίων ιερών από τον Κωνσταντίνο. Δεν περιορίσθηκε στις βεβηλώσεις και ανατρο­πές βωμών και στον εμπρησμό και το κλείσιμο των αρχαίων ιερών αλλά και μετέτρεψε ναούς σε πορνεία.

Οι ιεραπόστολοι των πρώτων χριστιανικών αιώνων καλλιεργούσαν το μίσος αλλά και τον τρόμο για την παλαιά θρησκεία και τα σύμ­βολα της. Διαβεβαίωναν τους πιστούς ότι τα αγάλματα των θεών έκρυβαν επικίνδυνους “δαί­μονες”.

Ο Κυριάκος Σιμόπουλος στο έργο του «Η λεηλασία και η κατα­στροφή των ελληνικών αρχαιοτήτων» γραφεί το εξής τραγικό : <<Μετά τη ρωμαϊκή θεομηνία που σάρωσε τους ελληνικούς καλλιτεχνικούς θησαυρούς επέρχεται ο χριστιανικός τυφώνας, νέα συμ­φορά για τα ανεπανάληπτα δημιουργήματα του κλασσικού πολιτισμού. Πραγματικά, οι τρομακτικότεροι βανδαλισμοί κατά των αρχαίων ελληνικών μνημείων και έργων τέχνης θα διαπραχθούν μετά την επικράτηση του χριστιανισμού σε Ανατολή και Δύση. Οι κατα­στροφές των κατακτητικών εκστρατειών και των πολεμικών συγκρούσεων από Πέρσες, Ρωμαίους, Φράγκους, Οθωμανούς είναι ασή­μαντες αν συγκριθούν με τον αφανισμό των καλλιτεχνικών θησαυρών στους πρώτους πέντε χριστιανικούς αιώνες. Πυρ και σίδηρος για τους αρχαίους ναούς και τα αγάλματα, για τα κλασσικά κείμενα και τις βιβλιοθήκες. Ήταν οι χειρότεροι βανδαλισμοί της ιστορίας. Οι συμφορές που προκάλεσε το χριστια­νικό ιερατείο ξεπερνούσαν συχνά τα δεινά που επέφεραν οι βαρβαρικές επιδρομές. Ακολουθούσε την εβραϊκή παράδοση της ιδεολογικής μονοκρα­τορίας.>>

Την τραγική Μοίρα του Ελληνισμού προσπάθησε να ανατρέψει ο Μέγας Ιουλιανός, λάτρης του Ελληνικού πολιτισμού και ένθερμος υποστηρικτής της αρχαίας θρησκείας. Με πόνο ψυχής τον μνημονεύει ο Λιβάνιος στην επιστολή του προς τον Θεοδόσιο , συγκρίνοντάς τον , μάλιστα, με τον Άριστο των Αχαιών : << Τέτοια πρέπει να είναι η ζωή του βασιλιά, ώστε ακόμη και μετά θάνατον να τον μνημονεύουν με επαίνους και τέτοιος βασιλιάς ξέρουμε πως ήταν ο διάδοχός του στον θρόνο που θα κατατρόπωνε τους Πέρσες, αν η προδοσία δεν εμπόδιζε τα σχέδιά του. Σπουδαίος όμως είναι ακόμη και στον θάνατο του. Γιατί πέθανε με δόλο, όπως ο Αχιλλέας, όμως δοξάζεται όπως εκείνος, για τα έργα που έκανε πριν πεθάνει. Και αυτή είναι η ανταμοιβή του απ’ τους θεούς στους οποίους απέδωσε ναούς, τιμές, τεμένη, βωμούς και θυσίες. Αυτός ήταν που αποκατέστησε τους ναούς για τους θεούς, αυτός που έκανε έργα αξέχαστα, ΑΞΕΧΑΣΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΔΙΟΣ !>>

Στην ανέλπιστη προσπάθειά του να σώσει τους ναούς, που δεν είχαν ακόμα κατεδαφιστεί, προβαίνει ακόμα και σε κατηγορίες εναντίων του αυτοκράτορα : <<Για πείτε μου, γιατί ο ναός της Τύχης στέκεται σώος και αβλαβής καθώς και αυτός του Δία, της Αθηνάς και του Διόνυσου; Μήπως επειδή θέλατε να παραμείνουν αυτοί; Όχι, αλλά επειδή κανείς δεν σας έδωσε την εξουσία να ενεργήσετε εναντίον τους. Είχατε πάρει μήπως την εξουσία για εκείνους που καταστρέψατε; Όχι! Γιατί, λοιπόν, δεν πρέπει να τιμωρηθείτε; Πώς αποκαλείτε τις πράξεις σας ως επιβολή τιμωρίας όταν τα θύματα δεν έχουν κάνει τίποτα που να επιδέχεται κατηγορία; >>

Λες και αποκάλυπτε στον αυτοκράτορα την φύση της θρησκείας , στην οποία ήταν τόσο προσηλωμένος, του κάνει και υποδείξεις για τον τρόπο που θα μπορούσε να χειριστεί το ζήτημα της επιβολής της : <<Θα μπορούσες, εσύ βασιλιά, να εκδώσεις ένα διάταγμα: Κανένας απ’ τους υπηκόους μου να μην πιστεύει στους θεούς, ούτε να τους τιμά, ούτε να τους ζητά ευλογία για τον εαυτό του ή τα παιδιά του, παρά μόνο σιωπηλά και κρυφά. Όλοι να τιμούν τον θεό που λατρεύω εγώ, να παίρνουν μέρος στις τελετές προς τιμήν του, να προσεύχονται σ’ αυτόν και να σκύβουν το κεφάλι κάτω απ’ το χέρι του επισκόπου. Κι όποιος δεν υπακούει να θανατώνεται οπωσδήποτε>>.

Γνώριζε ο σοφός άντρας πως το αίμα των ανθρώπων , που αρνούνταν να προδώσουν τα ιερά και τα ιδεώδη των προγόνων τους, θα βάφει για πολλά χρόνια ακόμη τον βωμό του άσπλαχνου και αιμοβόρου νεοφερμένου θεού των χριστιανών…